- στήληκα
- στήληκα· τὴν νύσσαν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήληκα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὴν νύσσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στήλη με επίθημα ηξ, ηκος και έχει τη σημ. «στήλη που αποτελούσε όριο, τέρμα σε αγώνα δρόμου» (βλ. και λ. νύσσα [Ι])] … Dictionary of Greek